- ἀλδήμιος
- ἀλδ-ήμιος,A causing growth, epith. of Zeus, Method. ap. EM58.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλδήμιος — ἀλδήμιος (Α) πρόξενος αυξήσεως (επίθ. τού Δία). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἄλδη ή ρημ. ἀλδαίνω. πιθ. αναλογικά προς το επίθ. φυτάλμιος] … Dictionary of Greek